-
1 σταθμάω
σταθμάω, ion. σταϑμέω, mit dem Richtscheit messen, abmessen; πλέϑρου σταϑμήσας μῆκος εἰς εὐγώνιον, Eur. Ion 1137; – gew. als dep. med. σταϑμάομαι, σταϑμᾶτο ἄλσος, Pind. Ol. 11, 45; σταϑμεύμενοι, Her. 8, 130; auch abwägen, wägen, ταλάντῳ μουσικὴ σταϑμήσεται, passiv., Ar. Ran. 796; μετρεῖν ἢ σταϑμᾶσϑαι, Plat. Legg. I, 643 c; Gewicht oder Werth auf Etwas legen, schätzen, Lys. 205 a. – Uebtr., erwägen, ermessen, beurtheilen, Her. σταϑμ ησάμενος, ὅκως ἐξελεύσεταί οἱ τὸ λοιπὸν τοῠ ποδός, 9, 37; χρή τι κἀμὲ σταϑμᾶσϑαι, Soph. O. R. 1111. Auch = vermuthen, schließen aus einer Sache, πρήγματι σταϑμήσασϑαι, Her. 2, 2, vgl. 8, 130, u. s. σταϑμόω.
См. также в других словарях:
σταθμώ — (I) άω και ιων. τ. έω, Α [στάθμη] 1. μετρώ με τον κανόνα, εκτιμώ με μέτρηση («σταθμᾱτο... ἄλσος πατρί», Πίνδ.) 2. προσδιορίζω το βάρος ενός πράγματος, ζυγίζω («σταθμήσας... τὸ ὕδωρ κουφότερον πάντων εὗρον», Αθήν.) 3. (το μέσ.) σταθμῶμαι α) βρίσκω … Dictionary of Greek